Δρ. Νικόλαος Α. Ε. Καλοσπύρος, Φιλόλογος
Ένα μικρό οδοιπορικό στην ιστορία του σχολείου μας ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με μία μεγάλη αναδρομή στην ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδος, προσώπων, τόπων και μύθων. Η αντίληψη των μεγεθών δεν επιτυγχάνεται με αδρές γραμμές και λιτές μονοκονδυλιές, όταν πρέπει κανείς να τιθασεύσει ζωντανές μνήμες και να συμπυκνώσει στην ειλικρινή του αφήγηση στεγήρεις τεθμούς, όπως την ωδινοτόκο ιστορία των Αναβρύτων που κρίμασιν (της ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας) οις οίδεν Κύριος παραμένει βοώσα για τη μοίρα του δημοσίου σχολείου και τα οράματα μιας καλύτερης παιδείας που αξίζει αυτός ο τόπος ως ιστορικός γεννήτορας.
Είναι πρώτα απ’ όλα ιστορία του φιλόξενου Κτήματος Συγγρού. Ως γνωστόν, η σπουδαία επιχειρηματική δραστηριότητα του Ανδρέα Συγγρού (Κωνσταντινούπολη 1830 – Αθήνα 1899), ενός των σημαντικοτέρων εθνικών ευεργετών του δευτέρου ημίσεος του 19ου αιώνα, και η δημιουργία μιας μυθώδους περιουσίας συνδυάστηκαν με την πραγματοποίηση ενός εξίσου σημαντικού φιλανθρωπικού έργου. Ο υιός του Δομένικου Κυριάκου Συγγρού και της Νικολέττας το γένος Νομικού, παρά την επιθυμία του πατέρα του να τον δει επιστήμονα ιατρό, συνειδητοποίησε την κλίση του προς το εμπόριο και από το 1872 μετέφερε στην Αθήνα τη μόνιμη έδρα των κερδοφόρων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του. Εξελέγη τέσσερεις φορές βουλευτής, συμπορευόμενος με τον Χ. Τρικούπη, αρνούμενος όμως να λάβει υπουργικό χαρτοφυλάκιο. Η ζωή του υπήρξε άμεσα συνυφασμένη με τη χιακής καταγωγής σύζυγό του Ιφιγένεια (1842-1921), κόρη του Ιωάννη και της Αγλαΐας Μαυροκορδάτου, μεγαλωμένη στη νήσο Χάλκη της Κωνσταντινούπολης, η οποία κατόρθωσε να σαγηνεύσει τον εκ πεποιθήσεως εργένη εθνικό ευεργέτη. Ο γάμος τους έγινε ανήμερα το Πάσχα του 1875, όταν εκείνος ήταν 44, και η Ιφιγένεια, χήρα Αντωνιάδη, 33 ετών.
Πνεύμα σπινθηροβόλο που αφιέρωσε τη ζωή της στην προστασία της παιδικής ηλικίας (η συνολική κοινωνική δραστηριότητά της την ανέδειξε σε μία από τις πρωτοπόρες γυναικείες φυσιογνωμίες της αθηναϊκής κοινωνίας στον τομέα της πρόνοιας· διετέλεσε πρόεδρος επί σειρά ετών του Νοσοκομείου «Ευαγγελισμός», του διοικητικού συμβουλίου του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου και του Συλλόγου Εκπαιδεύσεως Νεανίδων), η Ιφιγένεια Συγγρού καλλιέργησε συστηματικότερα τις φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες του συζύγου της. Μετά τον θάνατο του συζύγου της έζησε περισσότερο από 20 χρόνια στη μεγαλοπρεπή έπαυλη του Κτήματος Συγγρού και βασική της φροντίδα κατέστη πλέον η προσπάθεια για την ολοκλήρωση των κοινών κοινωνικών οραμάτων τους, όπως αυτά είχαν διατυπωθεί στη διαθήκη του. Έτσι, αφού μερίμνησε για την έκδοση των Απομνημονευμάτων του (3 τόμοι, 1903-1908) και για την ανέγερση νοσηλευτικού ιδρύματος με σκοπό την αντιμετώπιση των αφροδισίων νοσημάτων στην Ελλάδα (του γνωστού σε όλους μας Νοσοκομείου «Ανδρέας Συγγρός»), προχώρησε στη δωρεά χρηματικού ποσού για τη βελτίωση του συστήματος ύδρευσης των Αθηνών και για την κατασκευή της λεωφόρου που φέρει το όνομα του εθνικού ευεργέτη. Επιπλέον, με τη διαθήκη της κληροδότησε στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών το Μέγαρο Συγγρού στη συμβολή της σημερινής λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας και Ζαλοκώστα, αλλά και σημαντικά χρηματικά ποσά για τους σκοπούς διαφόρων κοινωφελών ιδρυμάτων. Όμως η δωρεά των Αναβρύτων (δηλαδή του Κτήματος Συγγρού) στην Ελληνική Γεωργική Εταιρεία συνιστά την κορωνίδα της συνολικής προσφοράς της στην παιδική ηλικία και την ελληνική νεότητα.
Το 1921, με βάση τα οριζόμενα στη διαθήκη της Ιφιγένειας Συγγρού, το ομώνυμο Κτήμα κληροδοτήθηκε στην τότε Ελληνική Γεωργική Εταιρεία –η οποία το 1970 μετονομάστηκε σε «Ινστιτούτο Γεωπονικών Επιστημών» (Ν.Δ. 572/1970), νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του Υπουργείου Γεωργίας–, προκειμένου να ιδρυθεί σχολή κηπουρικής, πτηνοτροφίας, μελισσοκομίας, σηροτροφίας και κτηνοτροφίας, με αποστολή την εκπαίδευση «καλών γεωργών και κηπουρών». Το όνομα της περιοχής των Αναβρύτων (το συγκεκριμένο τοπωνύμιο εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1724 σε έγγραφο των οθωμανικών αρχών) μάλλον προήλθε από τα άφθονα πηγαία νερά της: η επικράτηση του πληθυντικού της σημερινής ονομασίας των Αναβρύτων μπορεί να συσχετισθεί με τις πολλές αναβλύζουσες πηγές, οι οποίες ωστόσο οφείλονται σε δευτερεύοντα αγωγό του Αδριάνειου υδραγωγείου, που διασχίζει το έδαφος των Αναβρύτων, καθ’ ότι δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη ιδίου υδροφόρου ορίζοντος. Το Κτήμα Συγγρού έχει μάλιστα και αρχαιολογική αξία (σημειώνουμε ότι η μοναδική συστηματική ανασκαφή στο Κτήμα Συγγρού πραγματοποιήθηκε από τον αρχαιολόγο Ανδρέα Σκιά το 1901 στη νότια περιοχή του). Γνωρίζουμε σχετικές ενδείξεις από λίθινα εργαλεία της Νεολιθικής περιόδου (σήμερα σο μουσείο της Βέρνης) και από ταφικά κυρίως ευρήματα (επιτύμβιες στήλες) του 4ου αι. π.Χ., ίσως από ταφικά μνημεία πέριξ της οδού που συνέδεε τον αρχαίο δήμο Άθμονον με την Κηφισιά (όμως, από τις επίσημες πηγές, μαρτυρείται ζωή στην περιοχή από τους κλασικούς χρόνους ελληνικής αρχαιότητας). Ως πρώτος ιδιοκτήτης του κτήματος αναφέρεται ο Βρετανός αρχαιολόγος Stin(;) (ίσως πρόκειται για τον Σκωτσέζο ζωγράφο James Skene που ασχολήθηκε με υδατογραφίες της Αττικής), ο οποίος λέγεται πως σκόπευε να πραγματοποιήσει στο Κτήμα ανασκαφές. Μετά το πέρας αυτών πούλησε το κτήμα στον Βρετανό αρχαιολόγο Carl Wild και από αυτόν το αγόρασε ο Ανδρέας Συγγρός, πιθανότατα γύρω στο 1875, την ίδια δηλαδή περίοδο που νυμφεύτηκε την Ιφιγένεια. Επειδή στη διαθήκη του το Κτήμα δεν μνημονεύεται, εικάζουμε πως αυτό ανήκε ήδη στην Ιφιγένεια Συγγρού και της είχε παραχωρηθεί ως γαμήλιο δώρο.
Το Κτήμα Συγγρού, ο χώρος του σχολείου μας, αποτελούσε ουσιαστικά τον περιβάλλοντα χώρο της έπαυλης του Ανδρέα Συγγρού, του «Πύργου», όπως την αποκαλούσαν οι πρώτοι διδασκόμενοι των Αναβρύτων· πρόκειται για κτίσμα του Γερμανού αρχιτέκτονα εκπροσώπου του ώριμου αθηναϊκού Nεoκλασικισμού Ερνέστου Τσίλλερ (Ernst Ziller, 1837-1923), σχεδιασμένο μάλλον στις αρχές του 1880, που έχει εμφάνιση μικρού φρουρίου με τους πυργίσκους και τις πολεμίστρες του (στοιχεία που εντάσσονταν στο ρεύμα του εκλεκτικισμού της εποχής και που αναβιώνουν σε επαύλεις της Κηφισιάς), αν και πολλά από τα στοιχεία της αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας του έχουν καταπέσει λόγω της εγκατάλειψης και είναι άγνωστο αν θα αποκατασταθούν ποτέ. Ο «Πύργος» πλαισιωνόταν από σειρά εγκαταστάσεων και βοηθητικών χώρων (επιστατικών –όπως είναι π.χ. η κατοικία Πανίτσα– εργατικών οικιών και αγροτικών παραπηγμάτων, στάβλων, αμαξοστασίων, ελαιοτριβείου, βουστασίου και αλευρόμυλου). Οι σπουδαιότερες σωζόμενες εξ αυτών είναι το βουστάσιο (διασώζεται σε καλή κατάσταση δίπλα στη σημερινή κεντρική είσοδο· πρόκειται για χαρακτηριστικό για τα τέλη του 19ου αι. κτίσμα προς γεωργοκτηνοτροφική χρήση, με γυμνή λιθοδομή και προσεκτικά πελεκημένους γωνιόλιθους), το υπόγειο κελάρι πίσω από τα γραφεία του Ι.Γ.Ε. και η μεγάλη σταυροειδής δεξαμενή στα νότια και το ναΰδριο του Αγ. Ανδρέα. Τον Πύργο και τον Άγ. Ανδρέα περιέβαλαν κήποι, από τους οποίους απομένει σήμερα μία ξερή τεχνητή λίμνη και το ακρωτηριαμένο άγαλμα του Πάρη, έργο του γλύπτη Γεωργίου Μπονάνου.
Ο Ι. Ν. Αγίου Ανδρέα είναι ο μοναδικός ορθόδοξος ναός νεογοτθικού ρυθμού (με οξυκόρυφη κεραμοσκεπή, κεραίες στις γωνίες και στο καμπαναριό, πολύχρωμα τζάμια) στην Αθήνα. Κατασκευάσθηκε με βάση τα σχέδια του Ερνέστου Τσίλλερ, μαθητή του Θεόφιλου Χάνσεν. Ο Τσίλλερ είχε έρθει το 1861 στην Αθήνα, την πόλη που έγινε ο μόνιμος τόπος κατοικίας του για τα επόμενα 60 χρόνια. Το μικρό μονόχωρο παρεκκλήσιο ακολουθεί τον τύπο της βασιλικής παρουσιάζοντας πολλά κοινά στοιχεία με τον ρωμαιοκαθολικό ναό του Αγ. Λουκά στο Νέο Ηράκλειο Αττικής (ο οποίος θεμελιώθηκε το 1842 πάνω σε σχέδια του Θεόφιλου Χάνσεν και αποπερατώθηκε το 1845) όσο και με τις Gustav-Adolfkirche (1846-1849) των Ludwig Forster και Θεόφιλου Χάνσεν στη Βιέννη, και κυρίως με το μικρό παρεκκλήσιο του νεκροταφείου των Ευαγγελιστών στη Βιέννη (1865), επίσης έργο του Θ. Χάνσεν. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι συχνά ο Τσίλλερ επισκεπτόταν τη Βιέννη για να ενημερώνεται για τις αρχιτεκτονικές τάσεις που επικρατούσαν, είναι εύλογο να επηρεάστηκε από το έργο του δασκάλου του. Ποτέ όμως δεν θα μάθουμε αν η επιλογή του συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού τύπου του ναϋδρίου υπήρξε επιθυμία του Συγγρού ή επιλογή του διάσημου αρχιτέκτονα, στον οποίον ανατέθηκε το έργο. Η σχολική εορτή του προστάτου αγίου («πολιούχου») των Αναβρύτων είναι αναμφιβόλως η του φερωνύμου αγίου (30 Νοεμβρίου). Η γενναία επιχορήγηση δωρητή που επιθυμεί να παραμείνει ανώνυμος οδήγησε στην ανάπλαση του ιστορικού ναϋδρίου (πέρας εργασιών τον Απρίλιο του 2007).
Στα 80 και πλέον χρόνια που πέρασαν από την εποχή που καταγράφηκαν οι αποφάσεις της διαθέτιδος, η έντονη αστικοποίηση των όμορων περιοχών μετέβαλε το τοπίο, με αποτέλεσμα η ευρύτερη περιοχή από αγροτική ενδοχώρα να μεταβληθεί σε πυκνό οικιστικό ιστό. Η ταυτόχρονη αποκλιμάκωση των γεωργικών δραστηριοτήτων στο εσωτερικό του Κτήματος και η αδυσώπητη φθορά του πανδαμάτορος χρόνου, σε συνδυασμό με την προκλητική ανθρώπινη αμέλεια, οδήγησαν στη σταδιακή απαξίωση πολλών από τις εγκαταστάσεις. Η φυσική βλάστηση του Κτήματος κινδύνεψε από πυρκαγιές (σημαντικότερη του 1981 που αποτέφρωσε 407 στρέμματα δάσους), άστοχες αποψιλώσεις, αυθαίρετες ανεγέρσεις κτημάτων, διανοίξεις δρόμων και έλλειψη διαχείρισης, αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, δενδρώδεις πρίνοι σχημάτισαν ένα ενιαίο δασοσύστημα σπάνιας ομορφιάς, πνεύμονα οξυγόνου για τα βόρεια προάστια. Ο πρέσβης της Γαλλίας (1880-1886) Charles de Mouy, που διηγούμενος τις αναμνήσεις του σημειώνει «πέρασα εκεί μέσα από αληθινά πυκνά δάση, χαραγμένα με δρόμους για τις άμαξες, με κρυψώνες και διασταυρούμενα κλαδιά», παρατηρεί ότι αυτός ο παρθένος χώρος μετά τις επεμβάσεις του Συγγρού είχε μεταμορφωθεί σε «ένα θαυμάσιο πάρκο, γεμάτο από όλα τα φυτά της Μεσημβρίας». Με την αριθμ. 103571/7467 Υ.Α. του ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. της 17/31.12.1991 (ΦΕΚ Δ 968), με την οποία εγκρίθηκε το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Αμαρουσίου, ολόκληρο το κτήμα Συγγρού, δηλαδή τα 970 στρέμματα δασικής έκτασης που έχουν εναπομείνει σήμερα από την αρχική έκταση του κληροδοτήματος, κηρύσσονται σαν τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους και ορίζεται η ανάδειξη των αρχαιολογικών ευρημάτων του. Ήταν, επομένως, φυσικό αυτόν τον χώρο που απολάμβαναν οι περίοικοι και οι διάσημοι περιηγητές της αττικής γης, να τον γνωρίζει καλά και η βασιλική οικογένεια. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος αναφερόμενος στην έξωση του Θ. Δηλιγιάννη από το κυβερνητικό σχήμα το 1892 γράφει ότι την Καθαρά Δευτέρα της χρονιάς αυτής «η βασιλική οικογένεια είχε μεταβεί προς διασκέδασιν εις το μεταξύ Κηφισιάς και Αμαρουσίου κείμενον μέγα εξοχικόν κτήμα του Ανδρέα Συγγρού “Ανάβρυτα”».
Η Σχολή Αναβρύτων ιδρύθηκε με τον νόμο 1596/1950 (ΦΕΚ 297/20.12.1950) και με την ονομασία «Εθνικόν Εκπαιδευτήριον Αναβρύτων» ως ιδιωτικό ισότιμο λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολικό έτος 1949-1950. Το Εκπαιδευτήριον στεγάστηκε στον ίδιο χώρο και στα κτίρια που εξακολουθούν και σήμερα, κατά το πλείστον, να φιλοξενούν το Πειραματικό Γυμνάσιο και το Γενικό Πειραματικό Λύκειο Αναβρύτων στο Κτήμα (άλσος) Συγγρού. Πρώτος Διευθυντής του Εκπαιδευτηρίου Αναβρύτων, στο οποίο φοίτησε και ο τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄, τότε διάδοχος, χρημάτισε ο Άγγλος παιδαγωγός Jocelin Winthrop-Young. Η πρωτοβουλία ανήκε στο «Εθνικόν Ίδρυμα», του οποίου πρόεδρος ήταν ο τότε Βασιλιάς Παύλος. Το βασιλικό ζεύγος Παύλος Α΄ (1901-1964) και Φρειδερίκη (1917-1981) συνδέονταν με φιλία με τον Πρίγκηπα Μαξ του Μπάντεν (Baden) και ήταν ενήμεροι για το επιτυχημένο παιδαγωγικό πείραμα του Kurt Hahn στο Ζάλεμ. Κατά παράδοξη φορά των γεγονότων, μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας και την κήρυξη εκπτώτου του Κωνσταντίνου, ακόμη και ο όμιλος των αποφοίτων των Αναβρύτων ψήφισαν κατά της βασιλείας, απόφαση που επηρέασε και τη γενικότερη λαϊκή ετυμηγορία κατά της μοναρχίας στο δημοψήφισμα για το πολίτευμα.
Kurt Hahn
Όπως προαναφέρθηκε, το «Εθνικόν Εκπαιδευτήριον Αναβρύτων» εφάρμοσε με την έναρξη της λειτουργίας του ένα πρωτόγνωρο για τα νεοελληνικά δεδομένα εκπαιδευτικό σύστημα, δημιούργημα του Γερμανού παιδαγωγού Kurt Hahn, εμπνευσμένο κατά κύριον λόγο από τα κλασικά ιδεώδη του Πλάτωνα. Για να διαβάσετε περισσότερες πληροφορίες για τον Kurt Hahn κάντε κλικ εδώ.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο ιδρύεται μια σειρά σχολείων της «Ομάδας της Στρογγυλής Πλατείας» –αυτή είναι η συμβατική ονομασία τους, με παράσταση εμπνευσμένη από το κτίσμα του 17ου αι. στο Gordonstoun της Σκωτίας– μεταξύ των οποίων και το «Εθνικόν Εκπαιδευτήριον Αναβρύτων». Όπως ήδη αναφέρθηκε, το σχολείο λειτούργησε για πρώτη φορά το σχολικό έτος 1949-1950. Στην πρώτη επίσημη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου, στα Ανάκτορα Αθηνών, στις 16 Σεπτεμβρίου 1949, παρουσία του βασιλικού ζεύγους, πήραν μέρος ο Στρατάρχης Αλέξ. Παπάγος και οι Μιχ. Πεσμαζόγλου, Χαρ. Ποταμιάνος, Νικ. Νέρης, Jocelin Winthrop-Young και Ιωάν. Νέρης.
Την 1η Οκτωβρίου 1949 το Εθνικόν Εκπαιδευτήριον Αναβρύτων λειτούργησε με τρεις τάξεις: Δ΄ Δημοτικού, ΣΤ΄ Δημοτικού και Α΄ Γυμνασίου. Πρώτος Διευθυντής του (έως τον Απρίλιο του 1959) ήταν ο μαθητής του Hahn, Jocelin Winthrop-Young, Άγγλος παιδαγωγός, απόφοιτος του Ζάλεμ και του Gordonstoun, που συγκάλεσε και το 1967 για πρώτη φορά τα σχολεία της Στρογγυλής Πλατείας στο Gordonstoun, και μετά τη θητεία του στα Ανάβρυτα ανέλαβε διευθυντής στο αδελφό σχολείο του Ζάλεμ.
(Συνταξιοδοτηθείς το 1992)
Σκοπός του Εθνικού Εκπαιδευτηρίου Αναβρύτων ήταν: η «διά της καταλλήλου αγωγής και παιδείας α) χρηστή διαμόρφωσις του χαρακτήρος, β) υγιεινή διάπλασις του σώματος και γ) ανάπτυξις των πνευματικών και λοιπών ικανοτήτων του μαθητού, εν τω πλαισίω ελληνοχριστιανικών παραδόσεων, επ’ αγαθώ της πατρίδος». Στον Ύμνο του Εκπαιδευτηρίου («Ύμνο Σου ψάλλουμε Ουράνιε Πατέρα, / Θείο παιάνα, θερμή προσευχή, / Στη νίκη οδήγα μας νύχτα και μέρα, / Στον τίμιον αγώνα για την αρετή. […] Βόηθα την πίστη μας να πολεμήση / Κάθ’ ανομία που μας τυραννεί / Κι αιώνια τρόπαια νίκης να στήση / Ειρήνη, αγάπη, ομόνοια, σ’ όλη τη γη») που θυμίζει προσκοπικό άσμα, γίνεται λόγος για τις απόψεις του Hahn. Μέσα για την επίτευξη των σκοπών αυτών ήταν τα σχολικά μαθήματα, οι θρησκευτικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και οι εξωσχολικές δράσεις.
Το Εκπαιδευτήριον περιελάμβανε τρεις ανώτερες τάξεις του Δημοτικού σχολείου, Πρότυπο Γυμνάσιο και Πρότυπο Λύκειο. Οι μαθητές γίνονταν δεκτοί μόνον κατόπιν αυστηρών εξετάσεων και όλοι τους ήταν οικότροφοι (εσωτερικοί), αφού το Εκπαιδευτήριον εισέπραττε τροφεία με τα οποία κάλυπτε τα έξοδά του και μερική μόνο επιχορήγηση από το Ε.Ι.Β.Π.
Το 1954-1955 το σχολείο αποτελούσαν τέσσερα κτίρια: το «Λευκόν» (κτίστηκε το 1950, αρχικώς ως οικοτροφείο, από τον αρχιτέκτονα Α. Κριεζή, με προσθήκες στο κτίριο το 1956· το ισόγειο λειτουργούσε αρχικώς ως διδακτήριο και ο 1ος όροφος ως οικοτροφείο· πρόκειται για το σημερινό κτίριο του Πειραματικού Λυκείου), το «Ανατολικόν» (κτίσθηκε το 1952 κυρίως για οικοτροφείο, με σχέδια του αρχιτέκτονα Δ. Τριποδάκη· αργότερα λειτούργησε ως διδακτήριο των μαθητών του Γυμνασίου· πρόκειται για το κτίριο του σημερινού Πειραματικού Γυμνασίου), ο «Υμηττός» (ολοκληρώθηκε το θέρος του 1954, με σχέδια του αρχιτέκτονα Δ. Τριποδάκη· αρχικώς περιελάμβανε κοιτώνες και εντευκτήριο των μαθητών του Δημοτικού, αργότερα απετέλεσε διδακτήριο των μαθητών του Γυμνασίου· πρόκειται για το σημερινό ΤΕΕ) και ο «Πύργος» (για τους μαθητές Δημοτικού). Κατά καιρούς στήθηκαν διάφορα παραπήγματα για να στεγάσουν διδακτήρια των μαθητών που ολοένα πολλαπλασιάζονταν αριθμητικώς.
Το σχολείο στηριζόταν στη λειτουργία του οικοτροφείου και του διδακτηρίου, λειτουργία στην οποία κυριαρχούσε ένα σύστημα πειθαρχίας και αυτοδιοίκησης με πλατωνική «διάκριση»: η αυτοδιοίκηση απαρτιζόταν από μια πυραμίδα αξιωμάτων, στην κορυφή της οποίας ήταν ο φύλακας (αρχηγός των μαθητών) και ακολουθούσαν ο βοηθός φύλακα, οι βαθμοφόροι, οι δόκιμοι και τέλος οι λευκοί. Η επιλογή των λευκών γινόταν από τη Διεύθυνση του σχολείου, ενώ των υπολοίπων από ένα συμβούλιο απαρτιζόμενο από παιδαγωγούς και μαθητές, όπου λειτουργούσαν με αξιοκρατικά κριτήρια πλατωνικής προέλευσης (επιλογή των αρίστων) και ανοικτές συνεδριάσεις. Οι μαθητές βίωναν μια σχολική πραγματικότητα έντονα επηρεασμένη από την κοινή διαβίωση στο οικοτροφείο. Το αυστηρό πρόγραμμα συντηρούσαν πολλές υποχρεώσεις, καθημερινώς αξιολογούμενες: ορθρινή έγερση, κρύο λουτρό, τροχάδην και πρωϊνή (σουηδική) γυμναστική, πλύσιμο, ντύσιμο, στρώσιμο της κλίνης, πρωινή επιθεώρηση, μαθήματα στο διδακτήριο, ενόργανη γυμναστική, πάλι μαθήματα, επιστροφή στον κοιτώνα της τάξης του, τακτοποίηση, καθαριότητα, επιθεώρηση, φαγητό στην τραπεζαρία του «Ανατολικού» με την αντιστοιχούσα υπηρεσία τραπεζοκόμου και κουζίνας, μεσημεριανή ωριαία περίπου ανάπαυλα, ένδυση με την αθλητική περιβολή ή τη φόρμα εργασίας ανάλογα με το εβδομαδιαίο πρόγραμμα, αθλοπαιδιές (πετοσφαίριση, καλαθοσφαίριση, χόκεϋ, στίβος) ή πρακτική χειρωνακτική εργασία (σκάψιμο, χτίσιμο, ξυλουργικές εργασίες, αποχετεύσεις, καθάρισμα χώρων ή χοιροστασίων της Γεωργικής Σχολής), ζεστό λουτρό και σωματική καθαριότητα, πρόχειρο φαγητό και ρόφημα, τρίωρη απογευματινή ομαδική μελέτη στο διδακτήριο, 5-8 μ.μ., υπό την επίβλεψη των καθηγητών, επιθεώρηση, δείπνο στο «Ανατολικό», ημίωρη ανάπαυση, διάβασμα και σκάκι, βραδινό σιωπητήριο, απολογισμός καθηκόντων ημέρας, ύπνος. Το ημιστρατιωτικό πρόγραμμα προέβλεπε επισκεπτήριο γονέων και συμμετοχή σε διάφορες ομάδες του σχολείου, λ.χ. θεατρική υπόδυση ρόλων (το υπαίθριο θεατράκι των Αναβρύτων, που ολοκληρώθηκε εντός διμήνου, εγκαινιάστηκε στις 19 Ιουνίου 1956), κατασκηνώσεις και στρατιωτική διαβίωση, προετοιμασία των ενδοσχολικών εορτών και καθημερινό εκκλησιασμό στο ναΰδριο του Αγ. Ανδρέα.
Το οικοτροφείο με την κοινή διαβίωση των μαθητών έπαιζε ουσιώδη ρόλο στην ανάπτυξη του προγράμματος, και όχι τόσο το διδακτήριο που λειτουργούσε παράλληλα για την επίτευξη του δικού του έργου, επειδή το εκπαιδευτικό σύστημα αποσκοπούσε κυρίως στην ανατροφή των νέων (ανάπτυξη α) της προσωπικής ευθύνης και ηθικής ακεραιότητας και β) της ομαδικής ευθύνης και συνεργασίας), κατά τις επιταγές του ιδρυτή του Kurt Hahn. Ο Hahn, ο οποίος ήρθε προσκεκλημένος στα Ανάβρυτα στις 7 Φεβρουαρίου 1957 και έμεινε δέκα ημέρες ενημερωνόμενος για τη λειτουργία του σχολείου, χαρακτήρισε το Εθνικόν Εκπαιδευτήριον Αναβρύτων ως το καλύτερο από τα αδελφά σχολεία της Ομάδας της Στρογγυλής Πλατείας, αφού πέραν των άλλων είχε επιτευχθεί η παιδαγωγική ομογενοποίηση και συμβίωση μαθητών από διάφορες κοινωνικές τάξεις και τοπική προέλευση.
Με το Β.Δ. 662/1971 καταργήθηκε το «Εθνικόν Εκπαιδευτήριον Αναβρύτων» και αντ’ αυτού ιδρύθηκε το «Γυμνάσιον Αριστούχων Αναβρύτων», οπότε τα έξοδα των μαθητών που εξακολουθούσαν να είναι όλοι οικότροφοι βάρυναν το κράτος μέσω του Ε.Ι.Β.Π.
Το 1974, επειδή το Ε.Ι.Β.Π. αντιμετώπιζε πρόβλημα για τη συνέχιση της λειτουργίας του «Γυμνασίου Αριστούχων» εξαιτίας των υπερβολικών δαπανών και των διενέξεων που είχαν προκληθεί με το Ι.Γ.Ε. ως προς το ύψος του ενοικίου και τους χώρους που χρησιμοποιούσε το Γυμνάσιο, ζήτησε τη συμπαράσταση του Υπουργείου Παιδείας για αναδιοργάνωση του σχολείου, με σκοπό την εξεύρεση ίδιων πόρων για τη διατήρηση των εγκαταστάσεων του σχολείου. Το 1975 με απόφαση του Υπουργείου Παιδείας (Φ. 220.61/4/6351/1.2.1975) μετατρέπεται σε «Πρότυπο Εκπαιδευτήριο Αναβρύτων» με οικότροφους που πληρώνουν τα τροφεία και εξωτερικούς μαθητές. Όλοι εισάγονται μετά από γραπτές εξετάσεις. Το οικοτροφείο λειτούργησε μέχρι το 1976, για 27 έτη.
Στη συνέχεια, το σχολείο λειτούργησε με μισούς μαθητές οικότροφους και τους άλλους μισούς εξωτερικούς, με διαφορετικές συνθήκες μάθησης, μέχρι το 1991, όταν καταργήθηκε τελείως το οικοτροφείο και όλοι οι μαθητές μετατράπηκαν σε εξωτερικούς. Το σχολικό έτος 1976-1977 καταργούνται τα εξαετή Γυμνάσια και επανέρχονται τα τριετή Γυμνάσια και Λύκεια. Έτσι (Π.Δ. 508/9-6-1977, με την αριθμ. 57243/11-6-1977 και άλλες υπουργικές αποφάσεις) μετονομάζεται σε «Πρότυπο Γυμνάσιο-Λύκειο Αναβρύτων» με την ενιαία ονομασία «Πρότυπος Σχολή Αναβρύτων». Κάθε τάξη αποτελείται από τρία τμήματα, αλλά ένα ποσοστό των μαθητών είναι οικότροφοι (το σχολ. έτος 1977-1978 φοιτούν 180 οικότροφοι που πληρώνουν και 140 εξωτερικού μαθητές που δεν πληρώνουν δίδακτρα, αφού ήδη το σχολείο είναι δημόσιο).
Τα επόμενα έτη λειτουργεί και Κλασσικό Λύκειο (στεγαζόμενο στον «Πύργο», ως νέα σχολική μονάδα, εκτός Προτύπου σχολής) υπό την ενιαία διεύθυνση του Γεν. Επιθεωρητή κ. Κ. Γρηγοριάδη (καθώς τα Ανάβρυτα ήταν Έδρα Επιθεώρησης).
Το 1982 καταργούνται οι εξετάσεις εισαγωγής (στα μαθήματα της έκθεσης και της πρακτικής αριθμητικής), απόφαση που αφορά σε όλα τα Πρότυπα σχολεία και οι μαθητές εισάγονται με κλήρωση, οπότε και τα Ανάβρυτα έχασαν τον «ελιτίστικο» χαρακτήρα τους.
Με τον νόμο 1566/1986 μετατρέπεται σε Πειραματικό Γυμνάσιο-Λύκειο με διαφορετικές διευθύνσεις και οι καθηγητές της Προτύπου Σχολής Αναβρύτων ανήκουν οργανικά στο Πειραματικό Γυμνάσιο ή στο Πειραματικό Λύκειο Αναβρύτων. Με εξωτερικούς μαθητές που δεν πληρώνουν δίδακτρα συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι σήμερα, και με τις υπ’ αριθμ. 4875/1992, 8802/1995 αμετάκλητες αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών κρίθηκε ότι η λειτουργία του Πειραματικού Γυμνασίου-Λυκείου Αναβρύτων στα κτίσματα του κληροδοτήματος Ιφιγενείας Συγγρού εμπίπτει στους σκοπούς που έταξε η διαθέτις με την από 31.5.1921 διαθήκη της.
Στη σημερινή προίκα του δημοσίου Πειραματικού Γυμνασίου και του Γενικού (μέχρι πρότινος Ενιαίου) Πειραματικού Λυκείου Αναβρύτων εγγράφεται η επιλογή καθηγητών με αυξημένα προσόντα, κατά τη νομοθεσία που διέπει τις μεταθέσεις εκπαιδευτικών στα Πειραματικά σχολεία της επικράτειας, οι υποδειγματικές διδασκαλίες για τους φοιτητές όλων των τμημάτων της Φιλοσοφικής Σχολής και για τους νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς (εισαγωγική επιμόρφωση των Π.Ε.Κ.) σε δύο περιόδους εκάστου σχολικού έτους (Νοέμβριο και Μάρτιο-Απρίλιο), οι αδελφοποιήσεις με σχολεία του εξωτερικού και οι ανταλλαγές επισκεψεων, η πραγματοποίηση προτύπων σεμιναρίων για συναδέλφους της Δευετροβάθμιας, ακόμη και η χρήση του ονόματος του Λυκείου Αναβρύτων από αποφοίτους του επιστήμονες ως στοιχείου ιδιάζοντος κύρους για το βιογραφικό σημείωμα. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις σε φορείς και εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού που η φήμη των Αναβρύτων αναγνωρίζεται ακόμη.
Ίσως κάποιος φιλοκατήγορος ιστορικός της σύγχρονης εκπαίδευσης θα μπορούσε να επισημάνει διάφορους παράγοντες που δεν επέτρεψαν (και δεν επιτρέπουν …) σε σχολεία σαν τα Ανάβρυτα να συνεχίσουν επακριβώς το έργο που οραματίστηκε ο ιδρυτής τους: Να είναι η φυσική παρακμή των αξιών που συμπαρακολουθεί τις εποχές, και δη τις εποχές με κλασική παιδεία, η οποία φθίνει ανά τον κόσμο; Μήπως ευθύνεται και η πολεμική κατά του σχολείου από ορισμένους που προφασιζόμενοι απόλυτη δημοκρατική συνείδηση θεώρησαν πως γκρέμιζαν κάθε κατάλοιπο του βασιλικού παρελθόντος και της σύνδεσής του με το σχολείο των Αναβρύτων); Τι κι αν η ανθρώπινη αχαριστία και επιλεκτική αμνησία για χώρους και πρόσωπα που διαμόρφωσαν το εθνικό γίγνεσθαι συνεχίζεται, για να επιβεβαιώνεται το νεοελληνικότερο «σύνδρομο του Κρόνου», ώστε να υποβαθμιστεί ο ρόλος του σημαντικότερου δημόσιου σχολείου της σύγχρονης ελληνικής επικράτειας (κατά την ομολογία των αντικειμενικών παρατηρητών της αλλοδαπής); Ή η θνήσκουσα κλασική παιδεία θρηνεί τα άθλα της και νοσταλγικώς τανύει την κεφαλήν, για να υποδείξει στις επερχόμενες γενιές παρελθούσες εποχές δόξης; Πάντως, όποιος κι αν είναι ο λόγος, ευελπιστούμε πως η ιστορία των Αναβρύτων θα αναδειχθεί ισχυρότερη από τις περιστάσεις, αφού η γνήσια παιδεία δεν γίνεται μουσειακό ιδεώδες αλλά ανέκαθεν συνιστούσε εφαλτήριο και κατάθεση ψυχών.
Ως κατακλείδα αντιγράφουμε από το περιοδικό Ανάβρυτα («Τριμηνιαίον περιοδικόν των μαθητών Εθνικού Εκπαιδευτηρίου Αναβρύτων»), τεύχ. 1 (έτος Α΄, Οκτ.-Δεκ. 1955), σελ. 3 (: «Η έκδοσί μας», σημείωμα που υπογράφει ο Δ/ντής Σπουδών του Ε. Ε. Α. Θεόδ. Παπακωνσταντίνου, Γεν. Επιθ. Μέσης Εκπ/σεως): «Σκοπός του περιοδικού δεν είναι να ικανοποιήση μικροφιλοδοξίες ψευτοφιλολογούντων νεανίσκων, ούτε να διαφημίση το σχολείο, αλλά να παρουσιάση ατόφια τη δημιουργική προσπάθεια, που συστηματικά και αθόρυβα καταβάλλεται στο ιδιότυπο σχολείο μας και σταθερά κατατείνει σε σαφώς καθορισμένο σκοπό».
Δεν έχουν μόνον οι άνθρωποι και οι κοινότητες αλλά και τα ζώντα ιδρύματα την ιστορία τους, προπάντων η ΠΑΙΔΕΙΑ. Να γιατί, άλλωστε, φώναζε ο Πλαύτος «Numquam edepol temere tinnit tintinnabulum: nisi qui illum tractat aut movet, mutumst, tacet» (= Μα τον Δία, από μόνο του κανένα κουδούνι δεν κτυπά· εάν κανείς δεν το τραβά ή δεν το κουνά, παραμένει βουβό).